φιλάρεσκος

φιλάρεσκος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που επιθυμεί να αρέσει, που επιδιώκει να φαίνεται ωραίος, κοκέτης
2. αυτός που ενέχει φιλαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + αρέσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλάρεσκος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που υπερβολικά επιθυμεί και προσπαθεί να φαίνεται ωραίος για να αρέσει, ο κοκέτης: Φιλάρεσκη γυναίκα. 2. αυτός που κρύβει φιλαρέσκεια, κοκέτικος: Φιλάρεσκο χτένισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλύνω — (Α) [θήλυς] 1. κάνω κάποιον θηλυπρεπή 2. ησυχάζω 3. γίνομαι μαλακός 4. είμαι φιλάρεσκος 5. γίνομαι κίναιδος 6. φρ. «οὔπω ἐθηλύνθης» δεν έδειξες ακόμη σημεία υποχώρησης …   Dictionary of Greek

  • κοκέτης — ο, θηλ. κοκέτα 1. φιλάρεσκος 2. αυτός που ερωτοτροπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquet, coquette (< ρ. coqueter «κοκορεύομαι»)] …   Dictionary of Greek

  • κοκεταρίζομαι — και κοκετάρομαι [κοκέτης] είμαι φιλάρεσκος, καλλωπίζομαι πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • νάζι — το 1. προσποιητή χάρη στην κίνηση ή στη συμπεριφορά, φιλάρεσκος τρόπος, σκέρτσο 2. φρ. «κάνει νάζια» α) προσποιείται ότι αρνείται ή ότι δεν θέλει β) κάνει ερωτικά σκέρτσα, ερωτικούς ακκισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. naz] …   Dictionary of Greek

  • ναζιάρης — α, ικο [νάζι] αυτός που κάνει νάζια, φιλάρεσκος, σκερτσόζος …   Dictionary of Greek

  • νταντής — ο δανδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dandy «κομψός, φιλάρεσκος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλαρέσκεια — η, Ν η ιδιότητα, το γνώρισμα τού φιλάρεσκου, κοκεταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλάρεσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κοκέτης — ο θηλ. κοκέτα (λ. γαλλ.), φιλάρεσκος, αυτός που μεταχειρίζεται κάθε καλλωπιστικό μέσο για να φαίνεται ωραίος: Όταν βγαίνει έξω, τον βλέπεις πάντα κοκέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”